αδάγκαστος

αδάγκαστος
αδάγκωτ||ος, η , ο
1) неукушенный; 2) неоткушенный; целый;

αδάγκαστο μήλο — целое яблоко


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "αδάγκαστος" в других словарях:

  • αδάγκαστος — η, ο 1. αυτός που δεν δαγκώθηκε, ο αδάγκωτος 2. (για τράγους και κριούς) αυτός που δεν τού δάγκωσαν τον σπερματίτη λώρο για να τόν ευνουχίσουν, που δεν υποβλήθηκε σε ευνουχισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *δαγκαστός < δαγκάνω] …   Dictionary of Greek

  • αδάγκωτος — αδάγκωτος, η, ο και αδάγκαστος, η, ο αυτός που δε δαγκάθηκε: Το μήλο ήταν αδάγκωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»